Poesía griega: Kostas Mavrudís

Presentamos, en versión del poeta y traductor español Mario Domínguez Parra, tres textos del poeta, editor y ensayista griego Kostas Mavrudís (Isla de Tinos, 1948). Desde 1978 edita la importante revista literaria Το Δέντρo (El árbol). Es autor de libros de poemas como Lenguajes dos (Λόγοι Δύο, Azina, 1973), Poesía (Ποίηση, Tram, 1978), El préstamo del tiempo (Το Δάνειο του Χρόνου, Kedros, 1989 y Cuatro estaciones (Τέσσερις Εποχές, Kedros, 2010, libro del que provienen estos poemas aquí traducidos), entre otros.

 
 
 
 
 

ΦΘΙΝΟΠΩΡΟ

ή

Η ποίηση και ο αρχάριος

 

 

Αιφνιδιαστικά εμφανίστηκε

το εκτόπλασμα της μεγάλης μας τάξης,

το κτίριο κι ο χαμηλός ουρανός πριν τη βροχή.

Έξυνα περίτεχνα ένα μολύβι

έμπλεος στο βοημικό του άρωμα.

Ο δάσκαλος (μπεζ αγγλική καμπαρντίνα

ως τα παπούτσια) κοίταζε το παράθυρο.

«Έρχεται καταιγίδα!» είπε.

 

Nοέμβριος του ’56, για να είμαστε συγκεκριμένοι.

Στο σπίτι είχαν εισβάλει πρωτοσέλιδα

τανκς απ’ τη Βουδαπέστη

(οδομαχίες κάτω από μεγάλους τίτλους).

Στο ανατολικό δωμάτιο να προσθέσω

η αρρώστια επώαζε την απειλή της

(αεικίνητες θείες

ψίθυροι

η χοντρή νοσοκόμα με το βραστήρα),

οι ίδιοι πάντα επισκέπτες

λίγο πριν απ’ το βράδυ

κοίταζαν τα παπούτσια τους

(ηθοποιοί που έχουν ξεχάσει το ρόλο).

 

Ενώ λοιπόν γνωρίζουμε τα παλιά γεγονότα, εκείνα δείχνουν ανεξιχνίαστα (υπάρχει κάτι «αντ’ αυτών»), μπορείς να πεις περίγραμμα της κιμωλίας στην άσφαλτο, εκεί όπου έπεσε το σώμα. Eδώ, με τον αφηγητή και το ομιχλώδες παρελθόν του, είναι ακόμα πιο παράδοξο: ο αναγνώστης πλησιάζει τα πράγματα που του αφηγείται εκείνος, το ξένο όμως είναι σαν παλιός γνωστός, δείχνει οικείο, λες και πρόκειται για την ιστορία που διδάχτηκαν και οι δύο στα σχολικά εγχειρίδια ή σαν το κλειδί του ενός να ανοίγει το αυτοκίνητο του άλλου. Συγκεκριμένα, ενώ την εποχή εκείνης της αρρώστιας ήμουν αλλού (λέει ο αναγνώστης), δεν ξέρετε σε τι αναπολήσεις με οδηγεί η εικόνα της χοντρής νοσοκόμας, τι ανεξήγητη απειλή, μετά από τόσα χρόνια, οι σύριγγες και ο βραστήρας της. Αναρωτιέμαι επιπλέον πώς διάβολο γνωρίζω για την καταιγίδα: η τάξη είχε τρέξει στα παράθυρα (ακούγαμε ρεμβαστικά τους κεραυνούς και λίγο αργότερα το χαλάζι που έπεφτε στη στέγη). Δεν ξέρω πώς ο ανύποπτος συμπράττει σε όσα του εμπιστεύεται η ξένη αφήγηση και οι μακρινές (ανάμεσα σε τίποτε και αιωνιότητα) εικόνες του άλλου. Ό,τι πέρασε αφορά κι αυτόν. Είναι ανεξήγητο που αναγνωρίζει την άρρωστη γυναίκα (σχεδόν τον τέρπει να αναπολεί εκείνο το φθινόπωρο). Εγώ μεγάλωσα λέει σε άλλη πόλη. Από το ανατολικό δωμάτιο έβλεπα μια μεγάλη εκκλησία (κωδωνοκρουσίες άπληστες για χώρο εισέβαλλαν στο σπίτι), μετά ο πευκώνας, το ρωμαϊκό νεκροταφείο που διαρκώς επεκτεινόταν με την ανασκαφή. Το απόγευμα, βαδίζοντας πλάι στις τηλεγραφικές κολόνες, πήγαινα στο σχολείο. Κατοίκησα λέει κι εγώ την εποχή του αφηγητή:   Φθινόπωρο   Η τάξη του ’56   Η άρρωστη στο ανατολικό δωμάτιο

 

 

 

 

 

OTOÑO

o

La poesía y el principiante

 

 

De improviso surgió

el ectoplasma de nuestra gran clase,

el edificio y el cielo bajo antes de la lluvia.

Con esmero afilaba yo, henchido

de su aroma de Bohemia, un lápiz.

El maestro (gabardina beige inglesa

hasta los zapatos) miraba la ventana.

«¡Viene tormenta!», dijo.

 

Noviembre del 56, para ser concretos.

En casa habían irrumpido en portada

tanques desde Budapest

(enfrentamientos bajo grandes titulares).

En la habitación oriental para más inri

la enfermedad incubaba su amenaza

(tías en movimiento perpetuo

murmullos

la enfermera gorda con el hervidor),

siempre los mismos visitantes

poco antes de la noche

miraban sus zapatos

(actores que han olvidado su papel).

 

Así pues, a pesar de que conocemos los viejos acontecimientos, aquéllos parecen  inescrutables (algo hay «en lugar de ellos»), puedes distinguir una silueta de tiza en el asfalto, allí donde cayó el cadáver. Aquí, con el narrador y su nebuloso pasado, es todavía más paradójico: el lector se aproxima a las cosas que aquél le relata, lo extraño sin embargo es como un viejo conocido, parece familiar, diríase que se trata de la historia que a los dos les enseñaron en los manuales escolares o como si la llave de uno abriera el coche del otro. Concretamente, al yo estar durante el tiempo de aquella enfermedad en otra parte (dice el lector), ustedes no saben a qué evocaciones me conduce la imagen de la enfermera gorda, a qué inexplicable amenaza, después de tantos años, sus jeringuillas y su hervidor. Me pregunto además cómo diablos sé de la tormenta: la clase había corrido hacia las ventanas (escuchábamos solazosos los truenos y un poco más tarde el granizo que caía sobre el tejado). No entiendo cómo el muy incauto colabora con todo lo que el relato extraño y las imágenes lejanas (entre la nada y la eternidad) del otro le encomienda. Todo lo que pasó también le concierne. Es inexplicable que reconozca a la mujer enferma (casi le deleita evocar aquel otoño). Crecí, dice, en otra ciudad. Desde la habitación oriental veía una gran iglesia (repiques de campana ávidos de espacio irrumpían en casa), después el pinar, el cementerio romano que de continuo se ampliaba con la excavación. Por la tarde, iba al colegio andando cerca de los postes telegráficos. Habité dice también yo la época del relator:  Otoño  Clase del 56  La enferma en la habitación oriental

 

 

 

 

 

 

 

ΑΝΟΙΞΗ

 

 

«Είσαι εφήμερο μέχρι ανυπαρξίας»,

δήλωσε αιχμηρά εν έτει χίλιαεννιακόσιαπενήνταεννιά

το Δαιμόνιο του Mέλλοντος

(η Eποπτεία του Προσεχούς)

στο άσημο εργαστήριο του τσαγκάρη μας.

Δεν καταλάβαιναν τίποτε από τη δήλωσή του

τα ανύποπτα σύνεργα (οι κατσαμπρόκοι, τα σουβλιά κι οι επιτήδειες τανάλιες) που είχαν κατακλύσει το κοντό τραπέζι του. Το ίδιο οι κόλλες, οι κερωμένοι σπάγκοι, τα καρφιά. «Ξέρετε, σύνεργα συμπαθή, με τις λαβές σας λειασμένες απ’ τη χρήση, πως είστε αντικείμενα συλλεκτικά;» είπε η Εποπτεία του Προσεχούς. «Θα σας παρατηρούν στις γυάλινες προθήκες των παλαιοπωλείων, ακίνητα, με πειθαρχία που δεν φανταστήκατε ποτέ. Έτσι περίπου θα είναι και οι αναδρομές για σας, αειθαλείς και φλύαροι αργόσχολοι (οικείοι στις χαρωπές οσμές των βερνικιών και των δερμάτων), συγκεντρωμένοι σε ομιλητική ομήγυρη δίπλα στο φίλο σας, αυτό το βροχερό απόγευμα με τις ομπρέλες και τον απρόοπτα γκρίζο ουρανό.

Άνοιξη πάλι

ντύνονται πράσινο οι παρυφές της πόλης,

οι λόφοι και οι ήπιες πλαγιές.

Νέοι βλαστοί επαναλαμβάνονται,

διαβάζει απ’ το ίδιο κείμενο η φύση.

Πόσο επιφυλάσσονται, όμως, όλοι,

χίλιαεννιακόσιαπενήνταεννιά,

πόσο θα προτιμούσαν μια στέρεα ύλη,

μιαν άπειρη αφήγηση

(ένα βιβλίο

που να μην τελειώνει

πουθενά),

να αφοσιωθούν αμέριμνοι,

σαν τον αμνό στα φίλια λιβάδια.

Φιλάργυρα υπολογίζουν το βραχύ σου βίο,

σε διαιρούν σε αμήχανα μερίδια

και σε μετρούν,

ενώ τους απευθύνεσαι με στερεότυπα

(έντομα, ανθοφορία, χλιαρά μεσημέρια).

Σαν τίποτε να μη συμβαίνει,

χίλιαεννιακόσιαπενήνταεννιά,

κολακεύεις πάλι με φύλλα τα κλαδιά

και εξαγγέλλεις μεγαλόστομα την άνοιξη:

τη γιγαντοαφίσα αυτή της χλωροφύλλης,

την πομπώδη διαφήμιση του μέλλοντος»

 

 

 

 

 

 

PRIMAVERA

 

«Eres efímero hasta la inexistencia»,

declaró punzante en el año milnovecientoscincuentaynueve

el Demonio del Futuro

(la Supervisión del Prójimo)

al anónimo taller de nuestro zapatero.

Nada entendían de su declaración

los insospechados enseres (las taladradoras, los punzones y las eficaces tenazas) que habían anegado su mesita. Igual que las colas, los cordeles encerados, los clavos. «¿Saben ustedes, simpáticos aperos, con sus asas gastadas por el uso, que son objetos selectos?», dijo la Supervisión del Prójimo. «Les verán en los cristalinos escaparates de las tiendas de antigüedades, inmóviles, con una obediencia que nunca imaginaron. Así más o menos serán también las retrospecciones para ustedes, perennes y gárrulos haraganes (parientes en los joviales olores de los barnices y de las pieles) concentrados en una conversadora concurrencia al lado de su amigo, en esta tarde lluviosa con los paraguas y el inesperado cielo gris.

Primavera de nuevo

se visten de verde las afueras de la ciudad,

las colinas y las suaves elevaciones.

Nuevos retoños se repiten,

la naturaleza lee del mismo texto.

Cuánto se reservan, sin embargo, todos,

milnovecientoscincuentaynueve,

cuánto preferirían una materia consistente,

una narración infinita 

(un libro

que no terminara

en ninguna parte),

para ser consagrados sin responsabilidades,

como el cordero en los amigables prados.

Avaramente proyectan tu corta vida,

te dividen en confusas porciones

y te miden,

mientras te diriges a ellos con estereotipos

(insectos, florescencia, tibios mediodías).

Como si no ocurriese nada,

milnovecientoscincuentaynueve,

lisonjeas de nuevo con hojas las ramas

y grandilocuente anuncias la primavera:

este cartel gigante de clorofila,

la pomposa publicidad del futuro»

 

 

 

 

ΑΝΟΙΞΗ

 

Σας παρακολουθούμε τοπία με προσοχή

τις διαθέσεις τις μεταβολές σας

τοπία αιχμάλωτα της ώρας και των εποχών

εδώ για παράδειγμα

η παλιά ημέρα με τη φωτογραφία της

φράση απ’ το μεγάλο κείμενο της εκδρομής:

παραταγμένοι σε άρτια σύνθεση

(το χτένισμα

τα ρούχα)

τους βλέπετε ευτυχείς

μετά απ’ τις θεατρικές κινήσεις του ταγκό·

να γίνω πιο συγκεκριμένος:

τοπίο με δέντρα και καλάμια (ακμαία, ενός έτους η ΕΡΕ) Blue Tango είχε μόλις προτείνει ο σχεδόν ακέραιος αριστερά, ζήτησαν ύστερα επίμονα την Cumparsita (La Cumparsita, φώναζε ο μεθυσμένος έχοντας πάνω του σαν αφοσίωση το βλέμμα εκείνης). Η άγραφη λεζάντα λέει Πρωτομαγιά. Τίποτε δεν υπάρχει πλέον (μπορείς κι εσύ να πεις με στόμφο «I had not thought death had undone so many»), όμως εδώ όλοι επιμένουν, το βράδυ θα επιστρέψουν με κουρασμένη ζάλη, ο κήπος (το μεταλλικό γρύλισμα της πόρτας), οι ομιλίες τους, ο σκύλος που δεν σταματά μετά την άφιξη·

δεν τέλειωσα με τη φωτογραφία:

στην επιφάνεια του τραπεζιού

άγνωστο πώς ανάμεσα στα πιάτα

ο άσπρος σκούφος της κουζίνας·

«Eγώ κι εσείς είμαστε Tώρα»

ισχυρίζεται η εικόνα·

λέει ακόμα «αίθριος βαθύς ουρανός

χωρίς σύννεφα»

ανύποπτη πως είναι αναδρομή στον εαυτό της

κάτι ας πούμε όπως η ποίηση

που εγκαθιστά αφηγήσεις

σ’ έναν τόπο χωρίς γεγονότα

 

 

 

 

 

 

PRIMAVERA

 

Paisajes os vigilamos con atención

vuestras disposiciones vuestros quiebros

lugares cautivos de la hora y de las eras

aquí por ejemplo

el viejo día con su fotografía

frase del gran texto de la excursión:

alineados en acabada composición 

(el peinado

la ropa)

los veis felices

tras los teatrales movimientos del tango;

para ser más concretos:

paisaje con árboles y juncos (florecientes, ERE[1] que duró un año) Blue Tango acababa de proponer el que aparece casi entero por la izquierda, pidieron después con insistencia Cumparsita (La Cumparsita, gritó el borracho teniendo sobre sí como devoción la mirada de aquélla). El ágrafo pie de foto dice uno de mayo. No hay nada además (también tú puedes decir con ampulosidad «I had not thought death had undone so many»[2]), pero todos aquí insisten, por la noche regresarán con el aturdimiento del cansancio, el jardín (el gruñido metálico de la puerta), sus discursos, el perro que no para tras la llegada;

no terminé con la fotografía:

sobre la superficie de la mesa

sin saber cómo entre los platos

el gorro blanco de cocina

«Yo y vosotros existimos Ahora»

afirma la imagen

además dice «despejado cielo profundo

sin nubes»

sin sospechar que es retroceso hacia sí misma

algo digamos como la poesía

que instaura relatos

en un lugar sin hechos

 

 

 

 

 

Datos vitales 

El poeta, ensayista y editor griego Kostas Mavrudís nació en la isla de Tinos en 1948. Estudió Derecho en Atenas. Publicó sus primeros poemas en 1968. Desde 1978 edita la importante revista literaria Το Δέντρo (El árbol). Es autor de los siguientes libros de poemas: Lenguajes dos (Λόγοι Δύο, Azina, 1973), Poesía (Ποίηση, Tram, 1978), El préstamo del tiempo (Το Δάνειο του Χρόνου, Kedros, 1989; 2ª edición de 1990; traducido al español por Vicente Fernández González y publicado por la editorial Miguel Gómez, dentro de su colección «Capitel», en 2001), Visita a un viejo senil (Επίσκεψη σε Γέροντα με Άνοια, Kedros, 2001; 2ª edición de 2002), Cuatro estaciones (Τέσσερις Εποχές, Kedros, 2010, libro del que provienen estos poemas aquí traducidos). Fernández González también ha traducido este último libro completo.  También ha publicado los libros de prosa Con billete de vuelta (libro de viajes, Με Εισιτήριο Επιστροφής, Estía, 1983; 2ª edición publicada por Plezron en 1999), La vida con enemigos (ensayos, Η Ζωή με Εχθρούς, Delfini, 1998; 2ª edición publicada por Melani en 2009), Las cortinas de Garibaldi (libro de viajes, Οι Κουρτίνες του Γκαριμπάλντι, Nefeli, 2000) y Estenografía (aforismos, Στενογραφία, Kedros, 2006). 

 


[1] Mavrudís me envió un correo electrónico, explicándome el uso de estas siglas. Creo conveniente traducir el contenido de dicho correo relacionado con mi duda: «Ε.Ρ.Ε. (Εθνική Ριζοσπαστική Ένοσις, Unión Radical Nacional) era el partido de la derecha fundado por Konstantinos Karamanlís en 1955, tras la muerte del primer ministro Papagos. Sucedió en el gobierno a Alarma Nacional (Ελληνικός Συναγερμός). Ε.Ρ.Ε. gobernó durante doce años. Perdió las elecciones de 1963 ante la Unión de Centro (Ένωση Κέντρου) de Yorgos Papandreu, abuelo del ex-primer ministro. Gobernó hasta 1965. Transcurrió un paréntesis de inestabilidad política y en 1967 comenzó la dictadura (1967-1974)».

[2] Verso de The Waste Land (La tierra baldía), de T.S. Eliot: «No pensé que la muerte hubiese deshecho a tantos».

 

 

 

 

Librería

También puedes leer