Leemos poesía griega. Leemos a Constantina Sihami (1967). Nació en Australia pero llegó a Grecia en 1971. Estudió Filología clásica y se dedica al estudio de Aristóteles. Ha publicado poesía en la revista Frear, dirigida por Dimitris Angelís. Las traducciones son de Danae Retama.
Hoy no tienes secretos
Dama muerta
He aquí, Valemir, a tu dama. Con el pecho cubierto de olivos. Y su espalda florece como el almendro.
En todas las lenguas
Llámame Deriab. Porque soy el océano en todas las lenguas. Llámame “Mi piel de mujer”. Encájame tus dedos. En la espalda, en la mente, en los pómulos. Y mientras agitas la rama del limonero y caen las gotas sobre ti, yo pronunciaré pequeñas sílabas, brillantes y ancestrales. Deja que brille, en tu serpenteante mirada, la noche.
Botella que gira fix
Hoy eres otoño. Tu rostro permanece en el centro y la periferia. Afuera llueve y alargas tus días. En mi abundante melena. Hoy no tienes secretos. Estás disperso como las dispersas manzanas sobre la mesa. Atas mi cabello y me susurras “sal fina, sal gruesa, vendré a buscarte”. No vendrás. Un día dejaré tu mirada sobre mí. Luego recogeré todas las hojas y la tierra. Que llegue el invierno, la primavera, que se derrita el hielo y vuelva la arcilla. Y Al revés. Y el aroma de la botella sobre ti porque amé demasiado tus besos. Y ese olor…
***
ΝΕΚΡΉ ΓΥΝΑΊΚΑ
Ιδού η γυναίκα σου, Valemir. Με δυό ελιές στο στήθος – και μιά πλάτη που
άνθιζε σαν αμυγδαλιά.
ΣΤΙΣ ΓΛΏΣΣΕΣ ΌΛΕΣ
Να με φωνάζεις Ντεριάβ. Γιατί είμαι η θάλασσα στις γλώσσες όλες. Να με καλείς. Το θηλυκό μου δέρμα. Με δάχτυλα που εισχωρούν. Στην πλάτη, στη μνήμη, στα μήλα του προσώπου. Όπως κουνάς κλαράκι λεμονιάς και πάνω σου τινάζονται σταγόνες. Και εγώ θ’ αρθρώνω συλλαβές. Μικρές, αφρώδεις, αιωνόβιες.
Να φέγγει, με τα φιδίσια μάτια σου, η νύχτα.
ΠΕΡΙΣΤΡΕΦΌΜΕΝΟ ΜΠΟΥΚΆΛΙ FIX
Σήμερα είσαι φθινόπωρο. Πρόσωπο χαραγμένο στο κέντρο και την περιφέρεια. Έξω βρέχει και εσύ μακροημερεύεις. Στα μακρά μαλλιά μου. Σήμερα δεν έχεις μυστικά. Είσαι σκόρπιος σαν τα σκόρπια μήλα στο τραπέζι. Δένεις τα μαλλιά μου και μου ψιθυρίζεις, «αλάτι ψιλό, αλάτι χοντρό, θα ‘ρθω να σε βρω». Δεν θά ‘ρθεις. Μιά μέρα θ’ αφήσω τα μάτια σου πάνω μου. Ύστερα θα μαζέψω όλα τα φύλλα και το χώμα. Να μπει χειμώνας, να ‘ρθεί η Άνοιξη, να λιώσουν οι πάγοι, να ξαναγυρίσει η γη. Ανάποδα. Και η μύτη της μπουκάλας. Πάνω σου. Διότι πολύ αγαπηθήκαν τα φιλιά εκείνα. Η μύτη αυτή.